φυσικοχημεία

φυσικοχημεία
η, Ν
χημ. κλάδος τής χημείας, που έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή τών φυσικών μεθόδων και θεωριών στη μελέτη τών χημικών συστημάτων, αλλ. φυσική χημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. physical chemistry, γαλλ. chimie physique].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυσικοχημεία — η η επιστήμη που ερευνά τα χημικά φαινόμενα σε συνάφεια με τις παράλληλες φυσικές μεταβολές των διάφορων μορφών ενέργειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσικοχημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσικοχημεία («φυσικοχημικές μελέτες») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυσικοχημικός επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσικοχημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικοχημεία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1811 στο… …   Dictionary of Greek

  • πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

  • ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… …   Dictionary of Greek

  • φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • χημικοφυσικός — ή, ό, Ν (παλ. όρος) 1. φυσικοχημικός 2. το θηλ. ως ουσ. η χημικοφυσική η φυσικοχημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημικός + φυσικός] …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκ, Σίντνεϊ — (Sidney Young, 1857 – 1937). Άγγλος χημικός. Υπήρξε καθηγητής στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Δουβλίνου (Trinity College), καθώς και συνεργάτης του διάσημου χημικού Γουίλιαμ Ράμσεϊ. Έγινε γνωστός για τις έρευνές του στη φυσικοχημεία… …   Dictionary of Greek

  • ευτηκτικό σημείο — Η θερμοκρασία τήξης ενός μείγματος ή κράματος δύο ή περισσότερων σωμάτων, η οποία έχει πραγματοποιηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται σταθερό σημείο τήξης. Αν σε ένα διμερές μείγμα τα συστατικά δεν δίνουν χημικές ενώσεις, τότε το ε.σ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”