φυσικοχημεία — η η επιστήμη που ερευνά τα χημικά φαινόμενα σε συνάφεια με τις παράλληλες φυσικές μεταβολές των διάφορων μορφών ενέργειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσικοχημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσικοχημεία («φυσικοχημικές μελέτες») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυσικοχημικός επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσικοχημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικοχημεία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1811 στο… … Dictionary of Greek
πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
χημικοφυσικός — ή, ό, Ν (παλ. όρος) 1. φυσικοχημικός 2. το θηλ. ως ουσ. η χημικοφυσική η φυσικοχημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημικός + φυσικός] … Dictionary of Greek
Γιανγκ, Σίντνεϊ — (Sidney Young, 1857 – 1937). Άγγλος χημικός. Υπήρξε καθηγητής στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Δουβλίνου (Trinity College), καθώς και συνεργάτης του διάσημου χημικού Γουίλιαμ Ράμσεϊ. Έγινε γνωστός για τις έρευνές του στη φυσικοχημεία… … Dictionary of Greek
ευτηκτικό σημείο — Η θερμοκρασία τήξης ενός μείγματος ή κράματος δύο ή περισσότερων σωμάτων, η οποία έχει πραγματοποιηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται σταθερό σημείο τήξης. Αν σε ένα διμερές μείγμα τα συστατικά δεν δίνουν χημικές ενώσεις, τότε το ε.σ.… … Dictionary of Greek